απελευθερώνομαι

απελευθερώνομαι
απελευθερώνομαι, απελευθερώθηκα, απελευθερωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
απελευθερώνομαι : η μτχ. απελευθερωμένος χρησιμοποιείται και ως επίθετο, με την ειδική έννοια απαλλαγμένος από κοινωνικές συμβάσεις και προκαταλήψεις.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απαγκιστρώνομαι — απελευθερώνομαι, ανακουφίζομαι από κάποια δύσκολη κατάσταση ή ανεπιθύμητη σχέση …   Dictionary of Greek

  • απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… …   Dictionary of Greek

  • αζάτι — (άκλιτο) 1. απεριόριστα, ελεύθερα (συνάπτεται συνήθως με τα ρήματα αφήνω, γίνομαι, πηγαίνω, κάνω κ.ά. και έχει επίρρ. σημασία) 2. φρ. «αφήνω αζάτι», αφήνω κάποιον ελεύθερο «γίνομαι αζάτι», απελευθερώνομαι «κάνω αζάτι», απελευθερώνω (για… …   Dictionary of Greek

  • μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”